Μια από τις πιο συνηθισμένες και εύλογες αντιρρήσεις που συναντώ όταν συζητώ για την πιθανότητα αναπλήρωσης της σύνταξης μέσω ενός ιδιωτικού προγράμματος είναι το “έχουμε μπροστά μας πολλά χρόνια για να φτάσω στην σύνταξη” ή κάποια παραλλαγή αυτής της πρότασης.
Είναι κατανοητό ένας άνθρωπος 30 ή 40 ετών να μην θεωρεί άμεση ανάγκη να αντιμετωπίσει ένα πιθανό πρόβλημα που θα συναντήσει δεκαετίες από τώρα. Αυτή είναι όμως και η μεγάλη παγίδα μιας και ο πιο αμείλικτος παράγοντας, αυτός που δεν μπορούμε να επηρεάσουμε είναι ο χρόνος που έχουμε για να βγούμε στην σύνταξη.
Τα οικονομικά μας μπορεί να αλλάξουν, οι ανάγκες μπορεί να αλλάξουν. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι κάποια στιγμή θα σταματήσουμε να εργαζόμαστε και εκεί θα πρέπει να αναπληρώσουμε το εισόδημα που λαμβάνουμε από τον μισθό μας ή τις αποδοχές μας γενικά με άλλους τρόπους.
Ο ποιο συχνός είναι αυτός της συνταξιοδότησης από το κρατικό ταμείο στο οποίο υπαγόμαστε. Αλήθεια όμως πόσοι συνάνθρωποι μας ξέρουν το ποσοστό αναπλήρωσης του εισοδήματος τους μέσω της δημόσιας σύνταξης; Αυτή είναι η πιο κρίσιμη λεπτομέρεια που θα πρέπει να αναλογιστούμε.
Αν για παράδειγμα ο μισθός που λαμβάναμε κατά την τελευταία ας πούμε πενταετία τις εργασίας μας ήταν 1500 ευρώ, αυτομάτως και το επίπεδο διαβίωσης μας έχει διαμορφωθεί σε αυτό το ποσό. Κατά συνέπεια όταν σταματήσουμε να εργαζόμαστε στόχος μας είναι το εισόδημα μας να μην μειωθεί, τουλάχιστον αισθητά έτσι ώστε να μην μειωθεί και το βιοτικό μας επίπεδο.
Ποιος μπορεί όμως με σιγουριά να πει σήμερα τι σύνταξη θα λάβει σε 20 ή και παραπάνω χρόνια; Η αλήθεια είναι ότι δύσκολα μπορεί κάποιος να κάνει αυτόν τον υπολογισμό μιας και πρώτων οι παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανή σύνταξη μας είναι πολύ και δεύτερον στα επόμενα χρόνια είναι πολύ πιθανόν να δούμε αλλαγές στα συνταξιοδοτικά μοντέλα.
Ας πάρουμε όμως ως πιθανότητα το ποσοστό αναπλήρωσης του εισοδήματος μας να είναι 75%. Εδώ δυστυχώς πρέπει να αναφέρω ότι τα δεδομένα μιλάνε για πολύ χαμηλότερα ποσοστά. Παρόλα αυτά ας δούμε αυτό το σενάριο.
Σε αυτό το σενάριο λοιπόν ο ασφαλισμένος, δηλαδή εμείς, πρέπει να βρει έναν τρόπο να συμπληρώσει αυτό το χαμένο 25% του εισοδήματος του. Λύσεις προφανώς υπάρχουν πολλές, για παράδειγμα η είσπραξη ενός ενοικίου από μια κατοικία ή ένα διαμέρισμα. Όλες οι λύσεις έχουν φυσικά και τα ρίσκα τους.
Μια από αυτές τις λύσεις είναι η συμπλήρωση του εισοδήματος μας μέσω ενός ιδιωτικού προγράμματος ασφάλισης. Τα προγράμματα αυτά προσφέρουν πολλαπλές επιλογές μέσω των επενδυτικών τους λύσεων. Προφανώς δεν κάνουν όλα τα προγράμματα για όλους τους ανθρώπους.
Ας δούμε όμως μερικά σημεία κλειδιά αυτών των προγραμμάτων:
Έχουν χαρακτήρα επενδυτικής αποταμίευσης στοχεύοντας στη δημιουργία ενός μεγαλύτερου κεφαλαίου στη λήξη για τους πελάτες. Με αυτό τον τρόπο γίνεται μια προσπάθεια μέγιστης απόδοσης στα χρήματα του ασφαλισμένου.
Συνδυάζουν επένδυση και ασφάλιση. Σε αντίθεση με τις εισφορές μας στα κρατικά ταμεία, τα χρήματα μας δεν χάνονται σε περίπτωση θανάτου. Μπορούμε εμείς να ορίσουμε τους δικαιούχους.
Εστιάζουν σε βιώσιμες επενδύσεις. Αυτό βοηθάει στη διαχείριση κινδύνων αλλά και στην εύρεση επενδυτικών ευκαιριών μακριά από δημόσιες αγκυλώσεις.
Δίνουν διάφορες επιβραβεύσεις. Ανάλογα με της διάρκεια τους π.χ. στην δεκαετία και στην δεκαπενταετία.
Η διαχείριση γίνεται από εξειδικευμένο global διαχειριστή. Έτσι ο ασφαλισμένος απαλλάσσεται από το άγχος της σωστής τοποθέτησης χρημάτων κάθε χρόνο.
Αυτά είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά των προγραμμάτων αυτών. Είναι πολύ σημαντικό να λάβουμε υπ’ όψιν όλες τις παραμέτρους και να είμαστε σίγουροι ότι ο επαγγελματίας ο οποίος θα συνεργαστούμε έχει πλήρη γνώση του αντικειμένου και ειδίκευση σε αυτό.
Κλείστε λοιπόν σήμερα μια συνάντηση μαζί μου για να δούμε αναλυτικά τις ασφαλιστικές σας ανάγκες τόσο στον τομέα της σύνταξης όσο και σε όλους τους άλλους τομείς.