Ειδική φοβία έκθεσης σε ιατρικές πράξεις

Σας μεταφέρω αυτόνομο ένα εξαιρετικό άρθρο της Δρ. Ασπασίας Πιζγα (Ψυχολόγος, Διδάκτωρ στην Ιατρική Σχολή)

Οι ειδικές φοβίες αποτελούν μία από τις πιο κοινές μορφές αγχώδους διαταραχής, ειδικά κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Εκτιμάται ότι περίπου το 5-10% των παιδιών και των εφήβων παρουσιάζουν κάποια ειδική φοβία σε κάποια φάση της ανάπτυξής τους (American Psychiatric Association, 2013). Οι ειδικές φοβίες εμφανίζονται μάλιστα πιο συχνά στα κορίτσια από ό,τι στα αγόρια. Μια σημαντική κατηγορία αυτών είναι οι φοβίες που σχετίζονται με ιατρικές πράξεις, όπως οι φοβίες για τον οδοντίατρο, την ένεση, την αιμοληψία, την μέτρηση της πίεσης και κάθε ιατρική πράξη (Ollendick et al., 2010). Οι έφηβοι όταν εκτίθενται σε αγχωτικές καταστάσεις εμφανίζουν έντονη ανησυχία, αγωνία, λιποθυμικά επεισόδια και ευερεθιστότητα όταν έρχονται αντιμέτωποι με τις εν λόγω καταστάσεις, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής τους, καθώς και να δυσχεραίνουν την πρόσβασή τους σε απαραίτητες ιατρικές υπηρεσίες (American Psychiatric Association, 2013). Οι ειδικές φοβίες οδηγούν σε αποφυγές και καθυστέρηση των ετήσιων προληπτικών εξετάσεων γεγονός που τους εκθέτει σε κινδύνους όπως πχ ανεπάρκειες βιταμινών. Οι συχνότερες ειδικές φοβίες που σχετίζονται με ιατρικές πράξεις περιλαμβάνουν το φόβο των βελόνων, το άγχος εγκλωβισμού  (κλειστοφοβίας) στον αξονικό ή μαγνητικό τομογράφο, τον φόβο του οδοντίατρου. Η αποφυγή ιατρικών πράξεων σταδιακά γενικεύεται σε χρόνιο άγχος με αποτέλεσμα τη γενίκευση της φοβίας και σε μη ιατρικά περιβάλλοντα. Για παράδειγμα κάποιος που φοβάται μόνο τις ενέσεις σταδιακά επειδή αφήνει τη φοβία χωρίς διαχείριση, σταδιακά αρχίζει να μη νιώθει καλά και  χώρους που έχουν ενέσεις πχ τα φαρμακεία)

Πώς δημιουργούνται όμως αυτές οι φοβίες;

Η εξελικτική ψυχολογία υποστηρίζει ότι οι ειδικές φοβίες έχουν τις ρίζες τους σε μηχανισμούς επιβίωσης που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης εξέλιξης. Για παράδειγμα, ο φόβος για το αίμα ή τις βελόνες ενδέχεται να προέρχεται από μια φυσική τάση αποφυγής κινδύνων που συνδέονται με τραυματισμούς ή λοιμώξεις (Öhman & Mineka, 2001). Η αποφυγή αυτών των καταστάσεων μπορούσε να προστατέψει τους προγόνους μας από επικίνδυνες συνθήκες, όπως οι αιμορραγίες ή οι μολύνσεις. Το ίδιο ισχύει και για το φόβο για τα ζώα, όπως τα φίδια ή οι αράχνες, θα μπορούσε επίσης να σχετίζεται με τους ίδιους μηχανισμούς επιβίωσης, καθώς η αποφυγή τους θα μπορούσε να μειώσει τις πιθανότητες για θανατηφόρους τραυματισμούς (Marks, 1987).

Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι προτείνουν ότι τέτοιοι φόβοι αποτελούν μια «προετοιμασμένη μάθηση» – δηλαδή, οι άνθρωποι είναι εξελικτικά προδιατεθειμένοι να αναπτύσσουν φόβο για συγκεκριμένα ερεθίσματα που αποτελούσαν πραγματικούς κινδύνους στην ανθρώπινη ιστορία (Seligman, 1971). Αυτός ο εξελικτικός μηχανισμός πιθανόν εξηγεί γιατί συγκεκριμένες φοβίες είναι πολύ πιο συχνές από άλλες και γιατί είναι δύσκολο να εξαλειφθούν.

Από αναπτυξιακή άποψη, οι ειδικές φοβίες μπορεί να σχετίζονται με εμπειρίες και μάθηση κατά την παιδική ηλικία. Το περιβάλλον και οι εμπειρίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των φοβιών, με ορισμένες φοβίες να αναπτύσσονται λόγω τραυματικών εμπειριών. Για παράδειγμα, ένα παιδί που είχε άσχημη εμπειρία με μια ένεση μπορεί να αναπτύξει φόβο για τις βελόνες (Muris et al., 2000).

Επιπλέον, η θεωρία της κοινωνικής μάθησης υποστηρίζει ότι οι φόβοι μπορεί να μεταδοθούν μέσω παρατήρησης και μίμησης των αντιδράσεων άλλων, ιδιαίτερα των γονέων (Rachman, 1977). Ένα παιδί μπορεί να υιοθετήσει τη φοβική συμπεριφορά ενός γονέα ή να μάθει να αντιδρά φοβικά σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, παρατηρώντας την αντίδραση του γονέα. Αυτή η κοινωνική μετάδοση των φοβιών δείχνει τη σημαντική επίδραση του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση των φοβικών αντιδράσεων.

Η νευροψυχολογία συμβάλλει στην κατανόηση των φοβιών, επικεντρώνοντας στον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα φοβικά ερεθίσματα. Μια περιοχή του εγκεφάλου που συνδέεται στενά με την αντίδραση στον φόβο είναι η αμυγδαλή, η οποία είναι υπεύθυνη για την επεξεργασία συναισθημάτων και την έναρξη της αντίδρασης μάχης ή φυγής (LeDoux, 2000). Σε άτομα με φοβίες, η αμυγδαλή φαίνεται να ενεργοποιείται έντονα, ακόμα και όταν δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος. Αυτή η υπερβολική ενεργοποίηση της αμυγδαλής μπορεί να εξηγεί γιατί τα άτομα με ειδικές φοβίες αντιδρούν τόσο έντονα σε ερεθίσματα που θεωρούνται απειλητικά.

Επιπλέον, η δυσλειτουργία στον προμετωπιαίο φλοιό, που συνδέεται με τον έλεγχο των συναισθημάτων, ενδέχεται να περιορίζει την ικανότητα του ατόμου να ελέγξει τις φοβικές του αντιδράσεις (Hartley & Phelps, 2010). Έτσι, οι ειδικές φοβίες δεν αφορούν μόνο την εμπειρία του φόβου, αλλά και την αδυναμία ελέγχου και επεξεργασίας αυτού του φόβου μέσω του εκτελεστικού ελέγχου, καθιστώντας τις ιδιαίτερα επίμονες και δύσκολες στην αντιμετώπιση.

 

Πώς θα διαχειριστώ αποτελεσματικά τη φοβία μου;

Ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα παρέμβασης στις Ειδικές Φοβίες σε παιδιά και εφήβους

            Η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (ΓΣΘ) είναι μία από τις πλέον αποδεκτές και αποτελεσματικές προσεγγίσεις για τη διαχείριση των ειδικών φοβιών, ιδιαίτερα στους εφήβους (Kendall et al., 2005). Η ΓΣΘ βασίζεται στην ιδέα ότι οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές είναι αλληλένδετα και ότι η αλλαγή δυσλειτουργικών σκέψεων και συμπεριφορών μπορεί να μειώσει το άγχος και το φόβο που συνδέονται με την έκθεση συγκεκριμένες καταστάσεις.

Τα βασικά εργαλεία της Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία που είναι κατάλληλα για τις ειδικές φοβίες:

1) Ψυχοεκπαιδευση:

Η ψυχοεκπαίδευση παιδιών και εφήβων με ειδικές φοβίες είναι μια σημαντική προσέγγιση που αποσκοπεί στην κατανόηση και διαχείριση των φοβιών τους. Μέσω αυτής της διαδικασίας, οι νέοι μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, κατανοώντας τη φύση των φόβων τους και πώς αυτοί επηρεάζουν την καθημερινότητά τους. Επιπλέον, η υποστήριξη από γονείς, ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και εκπαιδευτικούς είναι καθοριστική για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και της ανθεκτικότητας των παιδιών, προάγοντας την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν προκλήσεις και να αναπτύσσουν υγιείς σχέσεις με τον κόσμο γύρω τους.

  1. Γνωσιακή Αναδόμηση

Η γνωσιακή αναδόμηση αφορά την αναγνώριση και την αντικατάσταση αρνητικών και μη ρεαλιστικών σκέψεων που οδηγούν σε φόβο και άγχος. Για παράδειγμα, ένας έφηβος που πιστεύει ότι η ένεση θα του προκαλέσει αφόρητο πόνο μπορεί να βοηθηθεί να κατανοήσει ότι η εμπειρία είναι σχεδόν ανώδυνη, προσωρινή και όχι τόσο έντονη όσο φοβάται (Ollendick et al., 2010).

  1. Χαλάρωση και Αναπνευστικές Τεχνικές

Οι τεχνικές χαλάρωσης, όπως η ελεγχόμενη διαφραγματική αναπνοή, είναι σημαντικά εργαλεία στη ΓΣΘ, καθώς βοηθούν το παιδί και τον έφηβο να μειώσει τις ψυχοσωματικές ενοχλήσεις του. Αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε καταστάσεις όπου οι σωματικές αντιδράσεις είναι έντονες, όπως η ταχυκαρδία και η εφίδρωση (Essau, 2008).

  1. Εξάσκηση σε ασφαλές περιβάλλον – Θεατρικό παιχνίδι – Μοντελοποίηση και Ρόλοι

Η μοντελοποίηση είναι μια τεχνική όπου ο θεραπευτής ή άλλος ενήλικας παρουσιάζει μια θετική συμπεριφορά σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Για παράδειγμα, ένας έφηβος που φοβάται τον οδοντίατρο μπορεί να παρακολουθήσει ένα άτομο να κάθεται άνετα στην οδοντιατρική καρέκλα και να ολοκληρώνει την εξέταση χωρίς ανησυχία. Αυτό βοηθά τους εφήβους να αποκτήσουν εμπιστοσύνη και να μειώσουν την αίσθηση της απειλής (Kendall et al., 2005).

Η εξάσκηση στη φαντασία είναι επίσης μια μορφή έκθεσης όπου ο έφηβος φαντάζεται το αγχωτικό ερέθισμα και προσπαθεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά του, ενώ βρίσκεται σε ασφαλές περιβάλλον. Αυτή η τεχνική μπορεί να είναι χρήσιμη όταν η άμεση έκθεση είναι πολύ δύσκολη ή προκαλεί υπερβολικό άγχος (Barlow, 2002).

  1. Σταδιακή Έκθεση – Απευαισθητοποίηση

Η σταδιακή έκθεση είναι μία από τις βασικές τεχνικές της ΓΣΘ και περιλαμβάνει την έκθεση του εφήβου στον ερεθιστικό παράγοντα (π.χ., να δει από κοντά ή να αγγίξει μια βελόνα, να κάτσει 10’ σε οδοντιατρική καρέκλα) με σταδιακή και ελεγχόμενη αύξηση της έντασης της έκθεσης. Με αυτή τη διαδικασία, ο έφηβος μαθαίνει να διαχειρίζεται το άγχος του σταδιακά και να αποδέχεται το ερέθισμα χωρίς να το συνδέει με απειλή (Chorpita et al., 2007).

Η επιτυχής εφαρμογή αυτής της μεθόδου απαιτεί τη συναίνεση και των δύο γονέων, τη συνεργασία του παιδιού και έναν έμπειρο σε ψυχοθεραπευτικά εργαλεία θεραπευτή καθώς το παιδί θα χρειαστεί υποστήριξη και ενθάρρυνση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η οποία μπορεί να είναι σε κάποιες φάσεις της μεθόδου συναισθηματικά δύσκολη. Οι γονείς παίζουν καθοριστικό ρόλο στην υποστήριξη του παιδιού και στην παρακολούθηση της πορείας του, ενώ η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει από μερικές εβδομάδες έως αρκετούς μήνες, ανάλογα με το βαθμό του φόβου και την ετοιμότητα του παιδιού να ξεκινήσει (Ollendick & King, 2012).

Όταν ένα παιδί ξεπεράσει τη φοβία του, αποκτά μια εντυπωσιακή αίσθηση αυτοπεποίθησης και εσωτερικής δύναμης. Η ικανότητα να αντιμετωπίζει τον φόβο και να τον υπερνικά του δίνει ένα αίσθημα επιτυχίας και ελευθερίας που μπορεί να επηρεάσει θετικά και άλλους τομείς της ζωής του. Μαθαίνει ότι μπορεί να διαχειριστεί το άγχος του και να υπερβεί εμπόδια που κάποτε φαίνονταν αξεπέραστα. Αυτή η διαδικασία το βοηθά να πιστέψει στον εαυτό του και να αποκτήσει δεξιότητες διαχείρισης που θα το συνοδεύουν για πάντα, δίνοντάς του τη δύναμη να αντιμετωπίσει και άλλες προκλήσεις στη ζωή με θάρρος και αισιοδοξία.

 

Ασπασία Πίζγα, Ψυχολόγος Διδάκτωρ στην Ιατρική Σχολή Αθηνών,
Έλεγχος του Στρες & Προαγωγή της Υγείας,
Εκπαιδεύτρια τεχνικών Ενσυνειδητότητας Mindfulness

 

Βιβλιογραφία

  • American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (5th ed.). Arlington, VA: American Psychiatric Publishing.
  • Barlow, D. H. (2002). Anxiety and its disorders: The nature and treatment of anxiety and panic (2nd ed.). New York: Guilford Press.
  • Chorpita, B. F., & Daleiden, E. L. (2007). Innovations in the modular design of evidence-based treatments for children and adolescents: Application to the treatment of anxiety disorders. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 75(5), 737-747.
  • Essau, C. A. (2008). Treatment of specific phobias in children and adolescents: A review. Indian Journal of Psychiatry, 50(4), 331-340.
  • Kendall, P. C., Robin, J. A., Hedtke, K. A., Suveg, C. (2005). Cognitive-behavioral therapy for anxiety-disordered youth: A randomized clinical trial evaluating child and family modalities. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 73(5), 730-741.
  • Ollendick, T. H., King, N. J., & Muris, P. (2010). Fears and phobias in children: Phenomenology, assessment, and treatment. Child and Adolescent Mental Health, 15(2), 50-56.